- επικηρύκευμα
- ἐπικηρύκευμα, τὸ (Α) [επικηρυκεύω)γνωστοποίηση με απεσταλμένο, με κήρυκα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπικηρυκεύμασιν — ἐπικηρύκευμα demand by neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικηρυκεύματα — ἐπικηρύκευμα demand by neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀπικηρυκεύμασιν — ἐπικηρυκεύμασιν , ἐπικηρύκευμα demand by neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)